• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
blend [sth] in vtr + adv (mix, combine [sth])ανακατεύω, αναμειγνύω ρ μ
 Put the softened butter in a bowl, and slowly blend in the sugar.
 Βάλε το βούτυρο που έχει μαλακώσει σε ένα μπολ και ανακάτεψε αργά τη ζάχαρη.
blend [sth] in with [sth] v expr (mix, combine [sth] with [sth])ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  ενσωματώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Use a wooden spoon to slowly blend the chocolate in with the butter.
blend in vi phrasal (be mixed)ανακατεύω, αναμειγνύω ρ μ
 Add the flour to your sauce and whisk until it has blended in.
blend in vi phrasal (be camouflaged)κρύβομαι ανάμεσα σε κτ περίφρ
  καμουφλάρομαι ρ αμ
 I thought my cat was lost, but he had just blended in among all the stuffed animals on my daughter's bed.
 Νόμιζα ότι χάθηκε ο γάτος μου, αλλά εντέλει είχε κρυφτεί ανάμεσα στα λούτρινα ζωάκια που βρίσκονται στο κρεβάτι της κόρης μου.
blend in with [sth] vi phrasal + prep figurative (fit, match)ταιριάζω με κτ ρ αμ + πρόθ
  εναρμονίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Her new sofa blends in perfectly with the rest of her stylish apartment decor.
 Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση blend in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «blend in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!